- δασμολογούμαι
- δασμολογούμαι, δασμολογήθηκα, δασμολογημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δασμολογώ — (Α δασμολογῶ, έω) [δασμολόγος] 1. επιβάλλω δασμό, προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να καταβληθεί 2. (για εμπορεύματα) δασμολογούμαι περιλαμβάνομαι στο δασμολόγιο αρχ. 1. εισπράττω ως φόρο («ἀργύριον ἐδασμολόγησεν») 2. (με αιτ. προσ.) φορολογώ… … Dictionary of Greek